ὑφασμένου

ὑφασμένου
ὑ̱φασμένου , ὑφάζω
perf part mp masc/neut gen sg
ὑ̱φασμένου , ὑφαίνω
weave
perf part mp masc/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Υακίνθια — Λακωνική γιορτή που τελούσαν το μήνα Εκατομβαιώνα για να τιμήσουν τον Υάκινθο στις Αμύκλες της Λακεδαίμονας, και που διαρκούσε τρεις μέρες. Την πρώτη, που ήταν αφιερωμένη στο πένθος για το θάνατο της βλάστησης, γίνονταν θυσίες στον τάφο του… …   Dictionary of Greek

  • υφή — η 1. η ύφανση (βλ. λ.), η κατάσταση του υφασμένου: Αραιή υφή. 2. η εσωτερική διάταξη και σύσταση των μορίων οποιουδήποτε σώματος, η φυσική του σύνθεση, η κατασκευή του: Η υφή του φύλλου. 3. μτφ., η διάρθρωση και διάταξη των μερών λογοτεχνικού… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”